- φύρκος
- φύρκοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύρκος — και φύρκορ, τὸ, Α τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης, ο οποίος απαντά και στην ιων. αττ. (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Φύρκ ιππος, Φυρκ ῖνος, Φύρκ ων, Φυρκ ίας) και εμφανίζει τις μορφές: φύρκος, φύρκορ και φούρκορ (πιθ. λακωνικός ή ηλειακός τ.), ενώ η … Dictionary of Greek
φούρκορ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὀχύρωμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακων. ή ηλειακό τ. τής λ. φύρκος «τείχος» (βλ. λ. φύρκος), ενώ η σύνδεση του με την λ. πύργος* θεωρείται λιγότερο πιθανή] … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
φυρκηλίται — Α (κατά τον Ησύχ.) «τειχήρεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. φύρκος*] … Dictionary of Greek
φόρκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «χάρακες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φύρκος] … Dictionary of Greek
φύρκορ — τὸ, Α βλ. φύρκος … Dictionary of Greek
bharekʷ- or bherekʷ- — bharekʷ or bherekʷ English meaning: to stuff Deutsche Übersetzung: “vollstopfen, zusammendrängen” Material: Gk. φράσσω, φράττω (*φρακι̯ω from *bhr̥kʷ ) “ encloses, crams into, crowds together “, common Gk. Illyr. ks > ss… … Proto-Indo-European etymological dictionary